- διπλώνω (πτύσσω)
- plegar
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
πτύσσω — ΝΑ 1. διπλώνω, μαζεύω, τυλίγω (α. «πτύσσω τα ιστία» β. «πτυσσόμενα έπιπλα» γ. «καὶ πτύξας τὸ βιβλίον ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτη», ΚΔ δ. «ἡ μὲν τὸν πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα», Ομ. Οδ.) 2. (μέσ. και παθ.) πτύσσομαι σχηματίζω πτυχώσεις, κάνω πτυχές νεοελλ … Dictionary of Greek
διπλώνω — (AM διπλῶ, όω) [διπλούς] 1. τσακίζω κάτι σε δύο ή περισσότερα μέρη 2. διπλασιάζω νεοελλ. 1. τυλίγω, περιτυλίγω 2. πτύσσω, μαζεύω, κάμπτω αρχ. 1. επαναλαμβάνω μια πράξη 2. πολλαπλασιάζω επί δύο 3. πληρώνω τα διπλά … Dictionary of Greek
συμπτύσσω — ΝΜΑ περιστέλλω, συμμαζεύω, διπλώνω (α. «συμπτύσσω τα ιστία» β. «εὐρυνομένη βραχὺ και συμπτυσσομένη πάλιν», Νικ. Χων.) νεοελλ. 1. (σχετικά με παράταξη) ελαττώνω την έκταση, πυκνώνω τις γραμμές («συμπτυχθείτε» πυκνώστε τους ζυγούς) 2. στρ. (μέσ.… … Dictionary of Greek
αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… … Dictionary of Greek
διαπτύσσω — (Α) [πτύσσω] 1. αναπτύσσω, ξεδιπλώνω, ξετυλίγω, ανοίγω 2. συμπτύσσω, μαζεύω πάλι, διπλώνω, τυλίγω, συμπλέκω κάτι με άλλο 3. ερμηνεύω, διασαφηνίζω 4. σπάζω, διαρρηγνύω … Dictionary of Greek
επιπτύσσω — ἐπιπτύσσω (Α) [πτύσσω] 1. διπλώνω («ἐπιπτύξας τὸ γραμματεῑον», Λουκιαν.) 2. κάνω πτυχές, σούρες 3. μέσ. ἐπιπτύσσομαι διπλώνομαι και καλύπτομαι, κλείνομαι κάπου («τὴν ἐπιγλωττίδα... ἐπιπτύσσεσθαι δυναμένην ἐπὶ τὸ τῆς ἀρτηρίας τρῆμα», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
υποπτύσσω — Α (συν. το παθ.) ὑποπτύσσομαι συστέλλομαι, διπλώνομαι αποκάτω ή λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πτύσσω «ζαρώνω, διπλώνω»] … Dictionary of Greek